- ἱλαρῳδός
- ἱλαρ-ῳδός, ὁ, Dichter u. Sänger lustiger Lieder
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ιλαρωδός — ἱλαρῳδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά χαρούμενα τραγούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + ῳδός (< ῳδός, συνηρ. τ. τού ἀοιδός «τραγουδιστής»), πρβλ. μελ ωδός, τραγ ωδός] … Dictionary of Greek
ἱλαρῳδός — singer of joyous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλαρῳδοί — ἱλαρῳδός singer of joyous masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλαρῳδῷ — ἱλαρῳδός singer of joyous masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιλαρωδώ — ἱλαρῳδῶ, έω (Α) [ιλαρωδός] είμαι ιλαρωδός … Dictionary of Greek
ιλαρωδία — ἱλαρῳδία, ἡ (Α) [ιλαρωδός] η τέχνη τού ιλαρωδού … Dictionary of Greek
ιλαρός — ή, και ά, ό (ΑΜ ἱλαρός, ά, όν) 1. χαρούμενος, εύθυμος 2. το ουδ. ως ουσ. το ιλαρό(ν) η ιλαρότητα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιλαρά εξανθηματικό μολυσματικό νόσημα που προκαλείται από διηθητό ιό μσν. καλοπροαίρετος αρχ. (για αίμα) αυτός που σφύζει 2 … Dictionary of Greek
σιμωδός — ὁ, Α ηθοποιός, όπως και ο ιλαρωδός, που υποκρινόταν ταπεινά ανδρικά και γυναικεία πρόσωπα, έψαλλε σιμωδίες και εκτελούσε ορχηστικά παντομιμικά σχήματα με τη συνοδεία έγχορδων μουσικών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σῖμος(βλ. λ. σιμός) + ῳδός (< ᾠδή),… … Dictionary of Greek
σχινίζω — μέσ. τ. και σχοινίζομαι Α [σχῑoς] 1. (κυρίως σχετικά με δόντια) καθαρίζω, λευκαίνω κάτι με σχίνο, με μαστίχα 2. μέσ. σχινίζομαι και σχοινίζομαι α) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν και τον Φώτ.) καθαρίζω τα δόντια β) εκτελώ άσεμνες χορευτικές κινήσεις… … Dictionary of Greek